→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἁγιοφόρος τὸ ἁγιοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ἁγιοφόρου τοῦ ἁγιοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ἁγιοφόρ τῷ ἁγιοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁγιοφόρον τὸ ἁγιοφόρον
     κλητική ! ἁγιοφόρε ἁγιοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἁγιοφόροι τὰ ἁγιοφόρ
      γενική τῶν ἁγιοφόρων τῶν ἁγιοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἁγιοφόροις τοῖς ἁγιοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἁγιοφόρους τὰ ἁγιοφόρ
     κλητική ! ἁγιοφόροι ἁγιοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁγιοφόρω τὼ ἁγιοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ἁγιοφόροιν τοῖν ἁγιοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγιοφόρος < ελληνιστική ἅγι(ος) + -ο- + -φόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁγιοφόρος, -ος, -ον