ἀτημελής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀτημελής < ἀτημελέω
Επίθετο επεξεργασία
ἀτημελής, -ής, -ές
- (για ανθρώπους) αμελής, απρόσεκτος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 184 @scaife.perseus
- μοῦσάν τιν’ ἄτοπον εἰσάγεις, ἀσύμφορον,
ἀργόν, φίλοινον, χρημάτων ἀτημελῆ.
- μοῦσάν τιν’ ἄτοπον εἰσάγεις, ἀσύμφορον,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 184 @scaife.perseus
- παραμελημένος, απεριποίητος
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αντώνιος, 18.1 @scaife.perseus
- καὶ κόμη μὲν ἀτημελὴς καὶ βαθὺς πώγων μετὰ τὴν ἧτταν εὐθὺς ἦν αὐτῷ καθειμένος, λαβὼν δὲ φαιὸν ἱμάτιον ἐγγὺς προσῆγε τῷ χάρακι τοῦ Λεπίδου καὶ λέγειν ἤρξατο.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αντώνιος, 18.1 @scaife.perseus
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἀτημελέω
Πηγές επεξεργασία
- ἀτημελής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτημελής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.