Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀτημελής τὸ ἀτημελές
      γενική τοῦ/τῆς ἀτημελοῦς τοῦ ἀτημελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀτημελεῖ τῷ ἀτημελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀτημελ τὸ ἀτημελές
     κλητική ! ἀτημελές ἀτημελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀτημελεῖς τὰ ἀτημελ
      γενική τῶν ἀτημελῶν τῶν ἀτημελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀτημελέσ(ν) τοῖς ἀτημελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀτημελεῖς τὰ ἀτημελ
     κλητική ! ἀτημελεῖς ἀτημελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀτημελεῖ τὼ ἀτημελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀτημελοῖν τοῖν ἀτημελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτημελής < ἀτημελέω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀτημελής, -ής, -ές

  1. (για ανθρώπους) αμελής, απρόσεκτος
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 184 @scaife.perseus
    μοῦσάν τιν’ ἄτοπον εἰσάγεις, ἀσύμφορον,
    ἀργόν, φίλοινον, χρημάτων ἀτημελῆ.
  2. παραμελημένος, απεριποίητος
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αντώνιος, 18.1 @scaife.perseus
    καὶ κόμη μὲν ἀτημελὴς καὶ βαθὺς πώγων μετὰ τὴν ἧτταν εὐθὺς ἦν αὐτῷ καθειμένος, λαβὼν δὲ φαιὸν ἱμάτιον ἐγγὺς προσῆγε τῷ χάρακι τοῦ Λεπίδου καὶ λέγειν ἤρξατο.

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία