ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀσκαύλης οἱ ἀσκαῦλαι
      γενική τοῦ ἀσκαύλου τῶν ἀσκαυλῶν
      δοτική τῷ ἀσκαύλ τοῖς ἀσκαύλαις
    αιτιατική τὸν ἀσκαύλην τοὺς ἀσκαύλᾱς
     κλητική ! ἀσκαύλη ἀσκαῦλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσκαύλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀσκαύλαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀσκαύλης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • που παίζει άσκαυλο, γκάιντα
      2ος κε αιώνας, p.athen.43v, v.1, στίχ. 14, @papyri.info
    Ἥρων γέρων ἀσκαύλ(ης) ἐπιτ(ηρήσεως) (δραχμὰς) ιϛ
    ΣτΕ: Ο πάπυρος περιλαμβάνει μία λίστα με ονόματα μουσικών, είδη μουσικών οργάνων, πληρωμές και ποσά.