αὐλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αὐλέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααὐλέω / αὐλῶ
- παίζω τον αυλό
- (στην παθητική φωνή) ακούγεται μουσική αυλού
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 367 (364-368)
- λέγουσα τοιάδ᾽· Ὦ πάτερ, νυμφεύομαι | νυμφεύματ᾽ αἰσχρὰ πρὸς σέθεν· μήτηρ δ᾽ ἐμὲ | σέθεν κατακτείνοντος Ἀργεῖαί τε νῦν | ὑμνοῦσιν ὑμεναίοισιν, αὐλεῖται δὲ πᾶν | μέλαθρον· ἡμεῖς δ᾽ ὀλλύμεσθα πρὸς σέθεν.
- και του ᾽λεγα: «Φριχτή παντρειά μου κάνεις, | πατέρα· τη στιγμή που εσύ με σφάζεις | η μάνα μου κι οι Αργίτισσες του γάμου | τραγούδι λεν για μένα, όλο το σπίτι | γεμίζει αυλών αχούς· κι απ᾽ το δικό σου | χάνομαι χέρι εγώ·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- λέγουσα τοιάδ᾽· Ὦ πάτερ, νυμφεύομαι | νυμφεύματ᾽ αἰσχρὰ πρὸς σέθεν· μήτηρ δ᾽ ἐμὲ | σέθεν κατακτείνοντος Ἀργεῖαί τε νῦν | ὑμνοῦσιν ὑμεναίοισιν, αὐλεῖται δὲ πᾶν | μέλαθρον· ἡμεῖς δ᾽ ὀλλύμεσθα πρὸς σέθεν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 367 (364-368)
- (στην παθητική φωνή, για πρόσωπα) ακούω μουσική αυλών
Πηγές
επεξεργασία- αὐλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.