ἀπᾴδων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀπᾴδων | ἡ | ἀπᾴδουσᾰ | τὸ | ...?...ον |
γενική | τοῦ | ἀπᾴδοντος | τῆς | ἀπᾳδούσης | τοῦ | ἀπᾴδοντος |
δοτική | τῷ | ἀπᾴδοντῐ | τῇ | ἀπᾳδούσῃ | τῷ | ἀπᾴδοντῐ |
αιτιατική | τὸν | ἀπᾴδοντᾰ | τὴν | ἀπᾴδουσᾰν | τὸ | ...?...ον |
κλητική ὦ! | ἀπᾴδων | ἀπᾴδουσᾰ | ...?...ον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀπᾴδοντες | αἱ | ἀπᾴδουσαι | τὰ | ἀπᾴδοντᾰ |
γενική | τῶν | ἀπᾳδόντων | τῶν | ἀπᾳδουσῶν | τῶν | ἀπᾳδόντων |
δοτική | τοῖς | ἀπᾴδουσῐ(ν) | ταῖς | ἀπᾳδούσαις | τοῖς | ἀπᾴδουσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | ἀπᾴδοντᾰς | τὰς | ἀπᾳδούσᾱς | τὰ | ἀπᾴδοντᾰ |
κλητική ὦ! | ἀπᾴδοντες | ἀπᾴδουσαι | ἀπᾴδοντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπᾴδοντε | τὼ | ἀπᾳδούσᾱ | τὼ | ἀπᾴδοντε |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπᾳδόντοιν | τοῖν | ἀπᾳδούσαιν | τοῖν | ἀπᾳδόντοιν |
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαἀπᾴδων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπᾴδω
- (Χρειάζεται διευκρίνιση, αν η μετοχή ήταν ελληνιστική)
Πηγές
επεξεργασία- ἀπᾴδω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.