ἀποφαλάκρωσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀποφαλάκρωσις | αἱ | ἀποφαλακρώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀποφαλακρώσεως | τῶν | ἀποφαλακρώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀποφαλακρώσει | ταῖς | ἀποφαλακρώσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀποφαλάκρωσιν | τὰς | ἀποφαλακρώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀποφαλάκρωσι | ἀποφαλακρώσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀποφαλάκρωσις < ελληνιστική κοινή ἀποφαλακρόω/ἀποφαλακρῶ < ἀπό + φαλακρός < φαλός (<φάω) + ἄκρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀποφαλάκρωσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η αποφαλάκρωση
- (καθαρεύουσα) η αποψίλωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 139, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου