καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποφαλάκρωσις αἱ ἀποφαλακρώσεις
      γενική τῆς ἀποφαλακρώσεως τῶν ἀποφαλακρώσεων
      δοτική τῇ ἀποφαλακρώσει ταῖς ἀποφαλακρώσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀποφαλάκρωσιν τὰς ἀποφαλακρώσεις
     κλητική ! ἀποφαλάκρωσι ἀποφαλακρώσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποφαλάκρωσις < ελληνιστική κοινή ἀποφαλακρόω/ἀποφαλακρῶ < ἀπό + φαλακρός < φαλός (<φάω) + ἄκρος
Λέξη που πρωτοαναφέρθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολη στις 9/10/1890 [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποφαλάκρωσις θηλυκό

  1. (καθαρεύουσα) η αποφαλάκρωση
  2. (καθαρεύουσα) η αποψίλωση

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 139, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου