Δείτε επίσης: ἀπόρων, απόρων
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπορῶν ἀποροῦσ τὸ ἀποροῦν
      γενική τοῦ ἀποροῦντος τῆς ἀπορούσης τοῦ ἀποροῦντος
      δοτική τῷ ἀποροῦντ τῇ ἀπορούσ τῷ ἀποροῦντ
    αιτιατική τὸν ἀποροῦντ τὴν ἀποροῦσᾰν τὸ ἀποροῦν
     κλητική ! ἀπορῶν ἀποροῦσ ἀποροῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀποροῦντες αἱ ἀποροῦσαι τὰ ἀποροῦντ
      γενική τῶν ἀπορούντων τῶν ἀπορουσῶν τῶν ἀπορούντων
      δοτική τοῖς ἀποροῦσῐ(ν) ταῖς ἀπορούσαις τοῖς ἀποροῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀποροῦντᾰς τὰς ἀπορούσᾱς τὰ ἀποροῦντ
     κλητική ! ἀποροῦντες ἀποροῦσαι ἀποροῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποροῦντε τὼ ἀπορούσ τὼ ἀποροῦντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀπορούντοιν τοῖν ἀπορούσαιν τοῖν ἀπορούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀπορῶν

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπορῶ, συνηρημένου τύπου του ἀπορέω
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 109.1
    Μενεδάϊος δὲ τῇ ὑστεραίᾳ Εὐρυλόχου τεθνεῶτος καὶ Μακαρίου αὐτὸς παρειληφὼς τὴν ἀρχὴν καὶ ἀπορῶν μεγάλης ἥσσης γεγενημένης ὅτῳ τρόπῳ ἢ μένων πολιορκήσεται ἔκ τε γῆς καὶ ἐκ θαλάσσης ταῖς Ἀττικαῖς ναυσὶν ἀποκεκλῃμένος ἢ καὶ ἀναχωρῶν διασωθήσεται, προσφέρει λόγον περὶ σπονδῶν καὶ ἀναχωρήσεως Δημοσθένει καὶ τοῖς Ἀκαρνάνων στρατηγοῖς, καὶ περὶ νεκρῶν ἅμα ἀναιρέσεως.
    Την επομένη, ο Μενεδάιος, που μόνος πια ήταν αρχηγός, επειδή και ο Ευρύλοχος και ο Μακάριος είχαν σκοτωθεί, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία, τί να κάνει μετά από τόσο μεγάλη ήττα. Βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε ούτε ν᾽ ανθέξει σε πολιορκία από γη και θάλασσα —αφού τα αττικά καράβια ήσαν εκεί— ούτε να σωθεί προσπαθώντας να ξεφύγει, ζήτησε ανακωχή από τον Δημοσθένη και τους Ακαρνάνες στρατηγούς, για να αποσυρθεί και να θάψει τους νεκρούς του.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr