Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκρατῶ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκρατέω

ἀποκρατῶ (και σήμερα ως ιδιωματικό)

  1. (μεταβατικό) (για περιοχή, χώρα) εξουσιάζω
  2. (μεταβατικό) (για λογισμό, γλώσσα) συγκρατώ
    ※  14ος αιώνας, Φλώριος και Πατζιαφλόρα, ανωνύμου, έμμετρη μυθιστορία, στίχ.1318 (1317-1319)
    Μανθάνει ταῦτα ὁ Φλώριος ὀλιγωρᾷ ἐκ τὴν λύπην./
    πάλιν συμφέρνει, ἀποκρατεῖ στερεὰ τὸν λογισμόν του
    καὶ δῶρα πλούσια καὶ πολλὰ δίδει τὸν ξενοδόχον:
    Εμμανουήλ Κριαράς, Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αθήνα 1955, σελ. 167
  3. (μεταβατικό) κρατώ για φύλαξη
  4. (μεταβατικό) (για τροφό) φροντίζω
    ※  14ος αιώνας, Φλώριος και Πατζιαφλόρα, ανωνύμου, έμμετρη μυθιστορία, στίχ.141 (141-143)
    στερεῶς διὰ νὰ τ᾿ ἀποκρατοῦν μὲ προσοχὴν μεγάλην,
    νὰ τὰ φυλάττουν πάντοτε, καλῶς νὰ τὰ προσέχουν/
    καὶ μίας κοπῆς καὶ φορεσιᾶς ροῦχα νὰ τὰ ἐνδύουν.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αθήνα 1955, σελ. 144
  5. (μεταβατικό) (για αίσθημα) διατηρώ
    ※  15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ιστορία και όνειρο, στίχ. 739 (στίχοι 737-739) @georgakas.lit.auth.gr
    «Μνέγω σου πρῶτα στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Κυρὰ τοῦ κόσμου,
    ὥστε νὰ πάρη τὴν ζωὴν τούτην ὁ θάνατός μου,
    ν’ ἀποκρατῶ τὸν πόθο σου στεριὸν κι ἐμπιστεμένα».
    Arnold F. van Gemert (επιμ.), Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4], ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
  6. (μεταβατικό) βοηθώ κάποιον
  7. (μεταβατικό) απολαμβάνω
  8. (μεταβατικό) (για κτήση) διασώζω
  9. (αμετάβατο) διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω
  10. (αμετάβατο) κατάγομαι
  11. (αμετάβατο) εμμένω σε κάτι (π.χ. συνήθεια, άποψη)
  12. (αμετάβατο) (για χρόνο) διαρκώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία