Δείτε επίσης: ανιαρός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνιαρός ἀνιαρᾱ́ τὸ ἀνιαρόν
      γενική τοῦ ἀνιαροῦ τῆς ἀνιαρᾶς τοῦ ἀνιαροῦ
      δοτική τῷ ἀνιαρ τῇ ἀνιαρ τῷ ἀνιαρ
    αιτιατική τὸν ἀνιαρόν τὴν ἀνιαρᾱ́ν τὸ ἀνιαρόν
     κλητική ! ἀνιαρέ ἀνιαρᾱ́ ἀνιαρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνιαροί αἱ ἀνιαραί τὰ ἀνιαρᾰ́
      γενική τῶν ἀνιαρῶν τῶν ἀνιαρῶν τῶν ἀνιαρῶν
      δοτική τοῖς ἀνιαροῖς ταῖς ἀνιαραῖς τοῖς ἀνιαροῖς
    αιτιατική τοὺς ἀνιαρούς τὰς ἀνιαρᾱ́ς τὰ ἀνιαρᾰ́
     κλητική ! ἀνιαροί ἀνιαραί ἀνιαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνιαρώ τὼ ἀνιαρᾱ́ τὼ ἀνιαρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀνιαροῖν τοῖν ἀνιαραῖν τοῖν ἀνιαροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνιαρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνιαρός, -ά, -όν

  1. ενοχλητικός, δυσάρεστος
  2. (για ζώα) βλαβερός
  3. λυπηρός
  4. θλιμμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία