→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀναπόνιπτος τὸ ἀναπόνιπτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀναπονίπτου τοῦ ἀναπονίπτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀναπονίπτ τῷ ἀναπονίπτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀναπόνιπτον τὸ ἀναπόνιπτον
     κλητική ! ἀναπόνιπτε ἀναπόνιπτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀναπόνιπτοι τὰ ἀναπόνιπτ
      γενική τῶν ἀναπονίπτων τῶν ἀναπονίπτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀναπονίπτοις τοῖς ἀναπονίπτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀναπονίπτους τὰ ἀναπόνιπτ
     κλητική ! ἀναπόνιπτοι ἀναπόνιπτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναπονίπτω τὼ ἀναπονίπτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναπονίπτοιν τοῖν ἀναπονίπτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναπόνιπτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀναπόνιπτος, -ος, -ον

  • άπλυτος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 357 (356-358)
    [ΑΛ.] ἐγὼ δέ γ᾽ ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν | καταβροχθίσας κᾆτ᾽ ἐπιπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος | λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω.
    [ΑΛΛ.] Κι εγώ, έτσι και την κάνω ταράτσα με βοδινό πατσά και κοιλιές γουρουνίσιες | και ρουφήξω από πάνω το ζουμί, πασαλειμμένος με λίγδες | θα καρυδώσω τους ρήτορες και θα ταράξω τον Νικία.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr