↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἤνυστρον τὰ ἤνυστρ
      γενική τοῦ ἠνύστρου τῶν ἠνύστρων
      δοτική τῷ ἠνύστρ τοῖς ἠνύστροις
    αιτιατική τὸ ἤνυστρον τὰ ἤνυστρ
     κλητική ! ἤνυστρον ἤνυστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἠνύστρω
γεν-δοτ τοῖν  ἠνύστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἤνυστρον < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ήνυστρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἤνυστρον, -ου ουδέτερο

  1. (ανατομία) το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών ζώων
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 2, 17 @scaife.perseus
    Μετὰ δὲ τοῦτον τὸ καλούμενον ἤνυστρόν ἐστι, τῷ μεγέθει τοῦ ἐχίνου μεῖζον, τὸ δὲ σχῆμα προμηκέστερον· ἔχει δ’ ἐντὸς πλάκας πολλὰς καὶ μεγάλας καὶ λείας. Ἀπὸ δὲ τούτου τὸ ἔντερον ἤδη.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 15.1 @scaife.perseus
    Ἔχουσι δὲ τὴν καλουμένην πυετίαν τὰ μὲν πολυκοίλια 15 πάντα, τῶν δὲ μονοκοιλίων δασύπους. ἔχει δὲ τὰ ἔχοντα τῶν πολυκοιλίων τὴν πυετίαν οὔτʼ ἐν τῇ μεγάλῃ κοιλία οὔτʼ ἐν τῷ κεκρυφάλῳ οὔτʼ ἐν τῷ τελευταίῳ τῷ ἠνύστρῳ, ἀλλʼ ἐν τῷ μεταξύ τοῦ τελευταίου καὶ δύο τῶν πρώτων, ἐν τῷ καλουμένῳ ἐχίνῳ.
  2. (φαγητά) ο πατσάς
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 356 (356-358)
    [ΑΛ.] ἐγὼ δέ γ᾽ ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν | καταβροχθίσας κᾆτ᾽ ἐπιπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος | λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω.
    [ΑΛΛ.] Κι εγώ, έτσι και την κάνω ταράτσα με βοδινό πατσά και κοιλιές γουρουνίσιες | και ρουφήξω από πάνω το ζουμί, πασαλειμμένος με λίγδες | θα καρυδώσω τους ρήτορες και θα ταράξω τον Νικία.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία