Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήνυστρο τα ήνυστρα
      γενική του ηνύστρου
ήνυστρου
των ηνύστρων
    αιτιατική το ήνυστρο τα ήνυστρα
     κλητική ήνυστρο ήνυστρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ήνυστρο < αρχαία ελληνική ἤνυστρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ήνυστρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία