καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνανταπάντητος τὸ ἀνανταπάντητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνανταπαντήτου τοῦ ἀνανταπαντήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνανταπαντήτ τῷ ἀνανταπαντήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνανταπάντητον τὸ ἀνανταπάντητον
     κλητική ! ἀνανταπάντητε ἀνανταπάντητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνανταπάντητοι τὰ ἀνανταπάντητα
      γενική τῶν ἀνανταπαντήτων τῶν ἀνανταπαντήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνανταπαντήτοις τοῖς ἀνανταπαντήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνανταπαντήτους τὰ ἀνανταπάντητα
     κλητική ! ἀνανταπάντητοι ἀνανταπάντητα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνανταπάντητος < ἀν- στερητικό + ἀνταπαντώ

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνανταπάντητος, -ος, -ον

  1. «ἀνανταπάντητος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .