Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκόρητος τὸ ἀκόρητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀκορήτου τοῦ ἀκορήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀκορήτ τῷ ἀκορήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκόρητον τὸ ἀκόρητον
     κλητική ! ἀκόρητε ἀκόρητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκόρητοι τὰ ἀκόρητ
      γενική τῶν ἀκορήτων τῶν ἀκορήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκορήτοις τοῖς ἀκορήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκορήτους τὰ ἀκόρητ
     κλητική ! ἀκόρητοι ἀκόρητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκορήτω τὼ ἀκορήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκορήτοιν τοῖν ἀκορήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ἀκόρητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀκόρητος, -ος, -ον

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ἀκόρητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀκόρητος, -ος, -ον

  • ασκούπιστος, αδιακόσμητος, αστόλιστος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 44 (43-45)
    ἐμοὶ γὰρ ἦν ἄγροικος ἥδιστος βίος | εὐρωτιῶν, ἀκόρητος, εἰκῇ κείμενος, | βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις.
    γλυκιά ζωή χωριάτικη εγώ ζούσα, | όλη ακαταστασία, λιγδιά και σκόνη, | μέσα σε αρνιά, μελίσσια και πυρήνα.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    γιατί εγώ ζούσα γλυκιά αγροτική ζωή | βουτηγμένη στη λάσπη, ακατάστατη, ζώντας χωρίς σκοπό, | μέσα στα μελίσσια, τα πρόβατα και τα στέμφυλα.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία