ἀκόρητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ἀκόρητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀκόρητος, -ος, -ον
- αχόρταγος, άπληστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 639
- Τρῶες δὲ μάχης ἀκόρητοι ἔασιν.
- αλλ᾽ είναι αχόρταγοι στον πόλεμον οι Τρώες
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τρῶες δὲ μάχης ἀκόρητοι ἔασιν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 459
- Ἀμφιτρυωνιάδης, δεινῆς ἀκόρητος ἀυτῆς,
- ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο αχόρταγος για τον αλαλαγμό τον φοβερό,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ἀμφιτρυωνιάδης, δεινῆς ἀκόρητος ἀυτῆς,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.616, @scaife.perseus
- ὦ μέλεαι, ζήλοιό τʼ ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 639
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ἀκόρητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀκόρητος, -ος, -ον
- ασκούπιστος, αδιακόσμητος, αστόλιστος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 44 (43-45)
- ἐμοὶ γὰρ ἦν ἄγροικος ἥδιστος βίος | εὐρωτιῶν, ἀκόρητος, εἰκῇ κείμενος, | βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις.
- γλυκιά ζωή χωριάτικη εγώ ζούσα, | όλη ακαταστασία, λιγδιά και σκόνη, | μέσα σε αρνιά, μελίσσια και πυρήνα.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- γιατί εγώ ζούσα γλυκιά αγροτική ζωή | βουτηγμένη στη λάσπη, ακατάστατη, ζώντας χωρίς σκοπό, | μέσα στα μελίσσια, τα πρόβατα και τα στέμφυλα.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ἐμοὶ γὰρ ἦν ἄγροικος ἥδιστος βίος | εὐρωτιῶν, ἀκόρητος, εἰκῇ κείμενος, | βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 44 (43-45)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀκόρητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκόρητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.