ἀκωκή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰκωκα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀκωκή | αἱ | ἀκωκαί | |
γενική | τῆς | ἀκωκῆς | τῶν | ἀκωκῶν | |
δοτική | τῇ | ἀκωκῇ | ταῖς | ἀκωκαῖς | |
αιτιατική | τὴν | ἀκωκήν | τὰς | ἀκωκᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | ἀκωκή | ἀκωκαί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκωκᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκωκαῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀκωκή < ἀκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀκωκή, -ῆς (ᾰ) θηλυκό
- ακίδα, αιχμή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 67 (66-68)
- ἡ δὲ διαπρὸ | ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἤλυθ᾽ ἀκωκή· | γνὺξ δ᾽ ἔριπ᾽ οἰμώξας, θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε.
- και αντίκρ᾽ η λόγχη | στην φούσκαν βγαίνει, αφού περνά στο κόκαλο αποκάτω. | Βογγά, πέφτει στα γόνατα και ο θάνατος τον ζώνει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἡ δὲ διαπρὸ | ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἤλυθ᾽ ἀκωκή· | γνὺξ δ᾽ ἔριπ᾽ οἰμώξας, θάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 60 (60-61)
- ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο | γεύσεται,
- Αλλά τώρα την λόγχην μας κι αυτός ας δοκιμάσει
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο | γεύσεται,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 67 (66-68)
- τσίμπιμα σκορπιού
- δόντια φιδιού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀκωκή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκωκή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.