Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀεραιμοκτονία αἱ ἀεραιμοκτονίαι
      γενική τῆς ἀεραιμοκτονίας τῶν ἀεραιμοκτονιῶν
      δοτική τῇ ἀεραιμοκτονί ταῖς ἀεραιμοκτονίαις
    αιτιατική τὴν ἀεραιμοκτονίαν τὰς ἀεραιμοκτονίας
     κλητική ! ἀεραιμοκτονία ἀεραιμοκτονίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀεραιμοκτονία < ἀεραιμία (αρχαία ελληνική ἀήρ + αἷμα) + -ο- + -κτονία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀεραιμοκτονία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία