ἀεραιμοκτονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀεραιμοκτονία | αἱ | ἀεραιμοκτονίαι | ||||
γενική | τῆς | ἀεραιμοκτονίας | τῶν | ἀεραιμοκτονιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀεραιμοκτονίᾳ | ταῖς | ἀεραιμοκτονίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀεραιμοκτονίαν | τὰς | ἀεραιμοκτονίας | ||||
κλητική ὦ! | ἀεραιμοκτονία | ἀεραιμοκτονίαι | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀεραιμοκτονία θηλυκό
- (καθαρεύουσα, νομικός όρος, σπάνιο) θάνατος που επέρχεται από την αναρρόφηση αέρα από τις φλέβες του τραχήλου ή της μασχάλης, έπειτα από τραυματισμό ή χειρουργική επέμβαση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ἀεραιμοκτονία
|
Πηγές επεξεργασία
- Λεξικόν νομικής, διοικήσεως και αστυνομίας, τόμ. A΄ (Αθήνα: Δημητράκος, χ.χ.έ., π. 1930), σ. 310.
- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη, τόμ. 1 (Αθήνα: Ο Φοίνιξ, 1956), σ. 672.