ἀγάστωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγάστωρ | οἱ | ἀγάστορες |
γενική | τοῦ | ἀγάστορος | τῶν | ἀγαστόρων |
δοτική | τῷ | ἀγάστορῐ | τοῖς | ἀγάστορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ἀγάστορᾰ | τοὺς | ἀγάστορᾰς |
κλητική ὦ! | ἀγᾶστορ | ἀγάστορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγάστορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαστόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγάστωρ < ἀ- (αθροιστικό) + γαστήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ἀγάστωρ αρσενικό
- αυτός που γεννήθηκε από την ίδια κοιλιά, από την ίδια μητέρα
Σημειώσεις
επεξεργασία- στον πληθυντικό ἀγάστορες χαρακτηρίζονται οι δίδυμοι.