ἀάατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀάατος | τὸ | ἀάατον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀαάτου | τοῦ | ἀαάτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀαάτῳ | τῷ | ἀαάτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀάατον | τὸ | ἀάατον | ||
κλητική ὦ! | ἀάατε | ἀάατον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀάατοι | τὰ | ἀάατᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀαάτων | τῶν | ἀαάτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀαάτοις | τοῖς | ἀαάτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀαάτους | τὰ | ἀάατᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀάατοι | ἀάατᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀαάτω | τὼ | ἀαάτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀαάτοιν | τοῖν | ἀαάτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀάατος, -ος, -ον [ ᾰᾱᾰ- ], αλλά [ ᾰᾱᾱ- ] στην Ιλιάδα (Il.14.271)
- ακατανίκητος, που δεν μπορεί να τον βλάψει κανείς, επικίνδυνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀάατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀάατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.