→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀάατος τὸ ἀάατον
      γενική τοῦ/τῆς ἀαάτου τοῦ ἀαάτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀαάτ τῷ ἀαάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀάατον τὸ ἀάατον
     κλητική ! ἀάατε ἀάατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀάατοι τὰ ἀάατ
      γενική τῶν ἀαάτων τῶν ἀαάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀαάτοις τοῖς ἀαάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀαάτους τὰ ἀάατ
     κλητική ! ἀάατοι ἀάατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀαάτω τὼ ἀαάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀαάτοιν τοῖν ἀαάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀάατος < ἀ- στερητικό και ἀάω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀάατος, -ος, -ον [ ᾰᾱᾰ- ], αλλά [ ᾰᾱᾱ- ] στην Ιλιάδα (Il.14.271)

Συγγενικά

επεξεργασία