• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

όλυρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ὄλυρα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όλυρα οι όλυρες
      γενική της όλυρας των ολυρών
    αιτιατική την όλυρα τις όλυρες
     κλητική όλυρα όλυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
όλυρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄλυρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

όλυρα θηλυκό

  • (φυτό) η ποικιλία σίτου Triticum spelta, o Σίτος σπέλτα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αγριοσίταρο
  • ντίνκελ

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • όλυρα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    όλυρα
  • γαλλικά : épeautre (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όλυρα&oldid=5641024"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 02:12

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 02:12.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας