Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντίνκελ < Dinkel, ποταμός της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντίνκελ ουδέτερο άκλιτο