↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωχροκόκκινος η ωχροκόκκινη το ωχροκόκκινο
      γενική του ωχροκόκκινου της ωχροκόκκινης του ωχροκόκκινου
    αιτιατική τον ωχροκόκκινο την ωχροκόκκινη το ωχροκόκκινο
     κλητική ωχροκόκκινε ωχροκόκκινη ωχροκόκκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωχροκόκκινοι οι ωχροκόκκινες τα ωχροκόκκινα
      γενική των ωχροκόκκινων των ωχροκόκκινων των ωχροκόκκινων
    αιτιατική τους ωχροκόκκινους τις ωχροκόκκινες τα ωχροκόκκινα
     κλητική ωχροκόκκινοι ωχροκόκκινες ωχροκόκκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

ώχρα + κόκκινος, , -ο

  Επίθετο

επεξεργασία

ωχροκόκκινος, -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία