Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωτοσκόπιο τα ωτοσκόπια
      γενική του ωτοσκοπίου
ωτοσκόπιου
των ωτοσκοπίων
    αιτιατική το ωτοσκόπιο τα ωτοσκόπια
     κλητική ωτοσκόπιο ωτοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωτοσκόπιο < λόγ. ὠτοσκόπιον για να αποδώσει το γαλλικό otoscope < oto- ( αρχαία ελληνική γενική ὠτός της λέξης οὖς) + -scope ( < αρχαία ελληνική σκοπέω-σκοπῶ)


  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωτοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία