ωτοσκλήρυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωτοσκλήρυνση | οι | ωτοσκληρύνσεις |
γενική | της | ωτοσκλήρυνσης* | των | ωτοσκληρύνσεων |
αιτιατική | την | ωτοσκλήρυνση | τις | ωτοσκληρύνσεις |
κλητική | ωτοσκλήρυνση | ωτοσκληρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωτοσκληρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωτοσκλήρυνση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική otosclérose < ωτο- < αρχαία ελληνική οὖς + sclérose < (ελληνιστική κοινή) σκλήρωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωτοσκλήρυνση θηλυκό
- (ιατρική) κληρονομική πάθηση του λαβυρίνθου του αφτιού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωτοσκλήρυνση
|