↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωροσκόπιο τα ωροσκόπια
      γενική του ωροσκοπίου
ωροσκόπιου
των ωροσκοπίων
    αιτιατική το ωροσκόπιο τα ωροσκόπια
     κλητική ωροσκόπιο ωροσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωροσκόπιο < (ελληνιστική κοινή) ὡροσκόπιον και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική horoscope < ὡροσκοπέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ɾoˈsko.pi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωροσκόπιο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) διάγραμμα με την ανατέλλουσα μοίρα στη συγκεκριμένη στιγμή που εξετάζει ο αστρολόγος ή αστρονόμος
  2. διάγραμμα του ουρανού με τη θέση του ήλιου, της σελήνης και των πλανητών μία ορισμένη στιγμή (λ.χ. της γέννησης κάποιου) το οποίο χρησιμοποιείται για την αστρολογική πρόβλεψη του μέλλοντος και την περιγραφή του χαρακτήρα του ατόμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία