ωρομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωρομέτρηση | οι | ωρομετρήσεις |
γενική | της | ωρομέτρησης* | των | ωρομετρήσεων |
αιτιατική | την | ωρομέτρηση | τις | ωρομετρήσεις |
κλητική | ωρομέτρηση | ωρομετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωρομετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαωρομέτρηση θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) η καταγραφή των ωρών εργασίας του προσωπικού μιας εταιρείας
- (νεολογισμός, τεχνολογία) η μέτρηση του χρόνου λειτουργίας της θέρμανσης σε κάθε διαμέρισμα χωριστά μιας πολυκατοικίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωρομέτρηση
|