ωοαποθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωοαποθέτης < ωο- + αποθέτης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ovipositeur ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ovipositor)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωοαποθέτης αρσενικό
- (εντομολογία) άλλη μορφή του ωοθέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωοαποθέτης
|