ωδειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωδειακός | η | ωδειακή | το | ωδειακό |
γενική | του | ωδειακού | της | ωδειακής | του | ωδειακού |
αιτιατική | τον | ωδειακό | την | ωδειακή | το | ωδειακό |
κλητική | ωδειακέ | ωδειακή | ωδειακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωδειακοί | οι | ωδειακές | τα | ωδειακά |
γενική | των | ωδειακών | των | ωδειακών | των | ωδειακών |
αιτιατική | τους | ωδειακούς | τις | ωδειακές | τα | ωδειακά |
κλητική | ωδειακοί | ωδειακές | ωδειακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαωδειακός
Πηγές
επεξεργασία- ωδειακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωδειακός
|