ψωροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψωροειδής | η | ψωροειδής | το | ψωροειδές |
γενική | του | ψωροειδούς* | της | ψωροειδούς | του | ψωροειδούς |
αιτιατική | τον | ψωροειδή | την | ψωροειδή | το | ψωροειδές |
κλητική | ψωροειδή(ς) | ψωροειδής | ψωροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψωροειδείς | οι | ψωροειδείς | τα | ψωροειδή |
γενική | των | ψωροειδών | των | ψωροειδών | των | ψωροειδών |
αιτιατική | τους | ψωροειδείς | τις | ψωροειδείς | τα | ψωροειδή |
κλητική | ψωροειδείς | ψωροειδείς | ψωροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψωροειδής, -ής, -ές
- (για δερματοπάθεια) που μοιάζει οπτικά με ψώρα
- ψωροειδές εξάνθημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωροειδής
|