Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχρούτσικος η ψυχρούτσικη το ψυχρούτσικο
      γενική του ψυχρούτσικου της ψυχρούτσικης του ψυχρούτσικου
    αιτιατική τον ψυχρούτσικο την ψυχρούτσικη το ψυχρούτσικο
     κλητική ψυχρούτσικε ψυχρούτσικη ψυχρούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχρούτσικοι οι ψυχρούτσικες τα ψυχρούτσικα
      γενική των ψυχρούτσικων των ψυχρούτσικων των ψυχρούτσικων
    αιτιατική τους ψυχρούτσικους τις ψυχρούτσικες τα ψυχρούτσικα
     κλητική ψυχρούτσικοι ψυχρούτσικες ψυχρούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχρούτσικος < ψυχρός

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχρούτσικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία