Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ψυχοφυσική
      γενική της ψυχοφυσικής
    αιτιατική την ψυχοφυσική
     κλητική ψυχοφυσική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοφυσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychophysics < γερμανική Psychophysik < αρχαία ελληνική ψυχή + φυσικός
Ο όρος δημιουργήθηκε το 1860 από τον Γερμανό Γκούσταφ Τέοντορ Φέχνερ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοφυσική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ψυχοφυσική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία