ψυχοφυσικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοφυσικά < ψυχοφυσικός + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαψυχοφυσικά
- αναφορικά με την ψυχοφυσική, σε σχέση μ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοφυσικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαψυχοφυσικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχοφυσικό