ψυχοτονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοτονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotonique
Επίθετο
επεξεργασίαψυχοτονικός, -ή, -ό
- που διεγείρει την εγκεφαλική δραστηριότητα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοτονικός