Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοσωτήριος η ψυχοσωτήρια το ψυχοσωτήριο
      γενική του ψυχοσωτήριου της ψυχοσωτήριας του ψυχοσωτήριου
    αιτιατική τον ψυχοσωτήριο την ψυχοσωτήρια το ψυχοσωτήριο
     κλητική ψυχοσωτήριε ψυχοσωτήρια ψυχοσωτήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοσωτήριοι οι ψυχοσωτήριες τα ψυχοσωτήρια
      γενική των ψυχοσωτήριων των ψυχοσωτήριων των ψυχοσωτήριων
    αιτιατική τους ψυχοσωτήριους τις ψυχοσωτήριες τα ψυχοσωτήρια
     κλητική ψυχοσωτήριοι ψυχοσωτήριες ψυχοσωτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοσωτήριος < μεσαιωνική ελληνική ψυχοσωτήριος < αρχαία ελληνική ψυχή + σωτήριος

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοσωτήριος, -α, -ο

  • που σώζει την ψυχή
    Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι κληρικοί (κάθε βαθμού) χαρακτηρίζουν ως εχθρό της Εκκλησίας, ως άθεο και «κομμουνιστή» όποιον καταγγείλει ή επικρίνει δημόσια απαράδεκτες συμπεριφορές μερικών κληρικών. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι δείγματα φασιστικής νοοτροπίας. Η πίστη στα ψυχοσωτήρια ιδεώδη της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας δεν είναι φέουδο, ούτε αποκλειστικότητα των ανίερα συμπεριφερόμενων κληρικών. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία