Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοδομικός η ψυχοδομική το ψυχοδομικό
      γενική του ψυχοδομικού της ψυχοδομικής του ψυχοδομικού
    αιτιατική τον ψυχοδομικό την ψυχοδομική το ψυχοδομικό
     κλητική ψυχοδομικέ ψυχοδομική ψυχοδομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοδομικοί οι ψυχοδομικές τα ψυχοδομικά
      γενική των ψυχοδομικών των ψυχοδομικών των ψυχοδομικών
    αιτιατική τους ψυχοδομικούς τις ψυχοδομικές τα ψυχοδομικά
     κλητική ψυχοδομικοί ψυχοδομικές ψυχοδομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοδομικός < ψυχή + δομή + επίθημα -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοδομικός -η, ο (νεολογισμός)

  • που σχετίζεται με την ψυχοδομή
    ※  Δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να ξεχνάμε ότι το φονταμενταλιστικό υποκείμενο είναι ένα κατακυριευμένο από την επιθυμία «του» υποκείμενο, ένα δουλοποιημένο από την επιθυμία «του» υποκείμενο, κυρίως και ψυχοδομικά, […]. Από το κείμενο του λογοτέχνη και μεταφραστή Στάθη Κομνηνού, «Προς μια υπέρβαση του Φονταμενταλισμού: Η δομική αχρωμία των όντων», στον ιστότοπο fractal, Η γεωμετρία των ιδεών (10 Ιανουαρίου 2017)· πρόσβαση: 2019-09-10.

  Μεταφράσεις επεξεργασία