ψυχοδιεγερτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχοδιεγερτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ψυχοδιεγερτικός
- που προκαλεί διέγερση των εγκεφαλικών λειτουργιών
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοδιεγερτικός
|