Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχοβιολογισμός οι ψυχοβιολογισμοί
      γενική του ψυχοβιολογισμού των ψυχοβιολογισμών
    αιτιατική τον ψυχοβιολογισμό τους ψυχοβιολογισμούς
     κλητική ψυχοβιολογισμέ ψυχοβιολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοβιολογισμός < ψυχοβιολογία + -ισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: Ρsychobiologie < psycho- + Biologie < αρχαία ελληνική ψυχή + βίος + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοβιολογισμός αρσενικό

  1. (ψυχολογία) η ψυχοβιολογία
  2. (φιλοσοφία) (παρωχημένο) θεωρία που υποστηρίζει πως τα φυτά έχουν κι αυτά ψυχή και ζωικές λειτουργίες, λιγότερο πολύπλοκες σε σχέση με τα ζώα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία