ψυχάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχάρα | οι | ψυχάρες |
γενική | της | ψυχάρας | — | |
αιτιατική | την | ψυχάρα | τις | ψυχάρες |
κλητική | ψυχάρα | ψυχάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχάρα < ψυχ(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχάρα θηλυκό
- χαρακτηρισμός ανθρώπου με πολλά ψυχικά αποθέματα, που καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχάρα
|