ψιψίρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψιψίρης | οι | ψιψίρηδες |
γενική | του | ψιψίρη | των | ψιψίρηδων |
αιτιατική | τον | ψιψίρη | τους | ψιψίρηδες |
κλητική | ψιψίρη | ψιψίρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψιψίρης < ψιψιρίζω + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) < (ηχομιμητική λέξη)
Επίθετο επεξεργασία
ψιψίρης
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψιψιρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψιψίρης
|