ψιψίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιψίνα | οι | ψιψίνες |
γενική | της | ψιψίνας | — | |
αιτιατική | την | ψιψίνα | τις | ψιψίνες |
κλητική | ψιψίνα | ψιψίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψιψίνα < (ηχομιμητική λέξη) ψιψ(ί) + -ίνα[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιψίνα θηλυκό(αρσενικό ψιψίνος ουδέτερο ψιψινάκι)
- (χαϊδευτικό) η γάτα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γάτα
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γατάκι, ηχομιμητικό
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψιψίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας