ψιψινάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψιψινάκι | τα | ψιψινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψιψινάκι | τα | ψιψινάκια |
κλητική | ψιψινάκι | ψιψινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψιψινάκι < ψιψίν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψιψινάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) το γατάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψιψίνα
ψιψινάκι
|