Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιλόφλουδος η ψιλόφλουδη το ψιλόφλουδο
      γενική του ψιλόφλουδου της ψιλόφλουδης του ψιλόφλουδου
    αιτιατική τον ψιλόφλουδο την ψιλόφλουδη το ψιλόφλουδο
     κλητική ψιλόφλουδε ψιλόφλουδη ψιλόφλουδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιλόφλουδοι οι ψιλόφλουδες τα ψιλόφλουδα
      γενική των ψιλόφλουδων των ψιλόφλουδων των ψιλόφλουδων
    αιτιατική τους ψιλόφλουδους τις ψιλόφλουδες τα ψιλόφλουδα
     κλητική ψιλόφλουδοι ψιλόφλουδες ψιλόφλουδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλόφλουδος < ψιλό- + φλούδα

  Επίθετο επεξεργασία

ψιλόφλουδος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία