γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψεφαρός ψεφαρᾱ́ τὸ ψεφαρόν
      γενική τοῦ ψεφαροῦ τῆς ψεφαρᾶς τοῦ ψεφαροῦ
      δοτική τῷ ψεφαρ τῇ ψεφαρ τῷ ψεφαρ
    αιτιατική τὸν ψεφαρόν τὴν ψεφαρᾱ́ν τὸ ψεφαρόν
     κλητική ! ψεφαρέ ψεφαρᾱ́ ψεφαρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψεφαροί αἱ ψεφαραί τὰ ψεφαρᾰ́
      γενική τῶν ψεφαρῶν τῶν ψεφαρῶν τῶν ψεφαρῶν
      δοτική τοῖς ψεφαροῖς ταῖς ψεφαραῖς τοῖς ψεφαροῖς
    αιτιατική τοὺς ψεφαρούς τὰς ψεφαρᾱ́ς τὰ ψεφαρᾰ́
     κλητική ! ψεφαροί ψεφαραί ψεφαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψεφαρώ τὼ ψεφαρᾱ́ τὼ ψεφαρώ
      γεν-δοτ τοῖν ψεφαροῖν τοῖν ψεφαραῖν τοῖν ψεφαροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψεφαρός < ψέφας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ψεφαρός, -ά, -όν

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία