Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψεφηνός ψεφηνή τὸ ψεφηνόν
      γενική τοῦ ψεφηνοῦ τῆς ψεφηνῆς τοῦ ψεφηνοῦ
      δοτική τῷ ψεφην τῇ ψεφην τῷ ψεφην
    αιτιατική τὸν ψεφηνόν τὴν ψεφηνήν τὸ ψεφηνόν
     κλητική ! ψεφηνέ ψεφηνή ψεφηνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψεφηνοί αἱ ψεφηναί τὰ ψεφηνᾰ́
      γενική τῶν ψεφηνῶν τῶν ψεφηνῶν τῶν ψεφηνῶν
      δοτική τοῖς ψεφηνοῖς ταῖς ψεφηναῖς τοῖς ψεφηνοῖς
    αιτιατική τοὺς ψεφηνούς τὰς ψεφηνᾱ́ς τὰ ψεφηνᾰ́
     κλητική ! ψεφηνοί ψεφηναί ψεφηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψεφηνώ τὼ ψεφηνᾱ́ τὼ ψεφηνώ
      γεν-δοτ τοῖν ψεφηνοῖν τοῖν ψεφηναῖν τοῖν ψεφηνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψεφηνός < ψέφ(ας) (ουδέτερο) + -ηνός

  Επίθετο επεξεργασία

ψεφηνός, -ή, -όν

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία