ψευτοφτιαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευτοφτιαγμένος < ψευτο- και φτιαγμένος
Μετοχή
επεξεργασίαψευτοφτιαγμένος
- που τον κατασκεύασαν με σαθρά, κακά υλικά ή τον έφτιαξαν πρόχειρα, στα γρήγορα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευτοφτιαγμένος
|