ψευτομαγκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευτομαγκιά | οι | ψευτομαγκιές |
γενική | της | ψευτομαγκιάς | — | |
αιτιατική | την | ψευτομαγκιά | τις | ψευτομαγκιές |
κλητική | ψευτομαγκιά | ψευτομαγκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευτομαγκιά < ψευτόμαγκ(ας) ή ψευτομάγκ(ας) + -ιά. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευτο- + μαγκιά.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pse.fto.maŋˈɟa/ & /pse.fto.maˈɟa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐το‐μα‐γκιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευτομαγκιά θηλυκό
- το να πουλάς μαγκιά, να παριστάνεις τον μάγκα χωρίς να είσαι, να ενεργείς σαν μάγκας ενώ δεν έχεις τα κότσια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευτομαγκιά
|
Πηγές
επεξεργασία- ψευτομαγκιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με ψευτομαγκ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)