ψευδοσωματίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψευδοσωματίδιο | τα | ψευδοσωματίδια |
γενική | του | ψευδοσωματίδιου & ψευδοσωματιδίου |
των | ψευδοσωματίδιων & ψευδοσωματιδίων |
αιτιατική | το | ψευδοσωματίδιο | τα | ψευδοσωματίδια |
κλητική | ψευδοσωματίδιο | ψευδοσωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευδοσωματίδιο < ψευδο- + σωματίδιο (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική quasiparticle (ή quasi-particle)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοσωματίδιο ή ψευδο-σωματίδιο ουδέτερο
- (φυσική, κβαντομηχανική) ηλεκτρόνιο, που θεωρείται νέο σωματίδιο, το οποίο έχει διαφορετική συμπεριφορά από εκείνα που βρίσκονται ελεύθερα στο χώρο, λόγω επίδρασης δυναμικού