Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδοπατριωτικός η ψευδοπατριωτική το ψευδοπατριωτικό
      γενική του ψευδοπατριωτικού της ψευδοπατριωτικής του ψευδοπατριωτικού
    αιτιατική τον ψευδοπατριωτικό την ψευδοπατριωτική το ψευδοπατριωτικό
     κλητική ψευδοπατριωτικέ ψευδοπατριωτική ψευδοπατριωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδοπατριωτικοί οι ψευδοπατριωτικές τα ψευδοπατριωτικά
      γενική των ψευδοπατριωτικών των ψευδοπατριωτικών των ψευδοπατριωτικών
    αιτιατική τους ψευδοπατριωτικούς τις ψευδοπατριωτικές τα ψευδοπατριωτικά
     κλητική ψευδοπατριωτικοί ψευδοπατριωτικές ψευδοπατριωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοπατριωτικός < ψευδοπατριωτι(σμός) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psev.ðo.pa.tɾi.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δο‐πα‐τρι‐ω‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ψευδοπατριωτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr