ψαχνιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαχνιώτικος < Ψαχνιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psaˈxɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐χνιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαψαχνιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Ψαχνά ή τους κατοίκους τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαχνιώτικος
|