Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψαροκάλαθο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψαροκάλαθ
ο
τα
ψαροκάλαθ
α
γενική
του
ψαροκάλαθ
ου
των
ψαροκάλαθ
ων
αιτιατική
το
ψαροκάλαθ
ο
τα
ψαροκάλαθ
α
κλητική
ψαροκάλαθ
ο
ψαροκάλαθ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψαροκάλαθο
<
ψαρο-
+
καλάθ(ι)
+
-ο
Ψαροκάλαθα
γεμάτα ψάρια.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψαροκάλαθο
ουδέτερο
(
αλιεία
)
καλάθι
(συνήθως
ρηχό
και
πλατύ
), στο οποίο τοποθετούνται
ψάρια
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ψάρι
και
καλάθι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κιούρτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαροκάλαθο
αγγλικά
:
fish
(en)
basket
(en)