ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψίμυθος οἱ ψίμυθοι
      γενική τοῦ ψιμύθου τῶν ψιμύθων
      δοτική τῷ ψιμύθ τοῖς ψιμύθοις
    αιτιατική τὸν ψίμυθον τοὺς ψιμύθους
     κλητική ! ψίμυθε ψίμυθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψιμύθω
γεν-δοτ τοῖν  ψιμύθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίμυθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψίμυθος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • άσπρο χρώμα που χρησιμοποιούνταν σαν χρωστική για το βάψιμο του προσώπου, κερουσίτης, στουπέτσι
    ※  1ος κε αιώνας, Λουκίλλιος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 11ο, επίγραμμα 408
    τὴν κεφαλὴν βάπτεις, τὸ δὲ γῆρας οὔποτε βάψεις,
    οὐδὲ παρειάων ἐκτανύσεις ῥυτίδας.
    μὴ τοίνυν τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε,
    ὥστε προσωπεῖον κοὐχὶ πρόσωπον ἔχειν.
    οὐδὲν γὰρ πλέον ἔστι. τί μαίνεαι; οὔποτε φῦκος
    καὶ ψίμυθος τεύξει τὴν Ἑκάβην Ἑλένην.
    Τα μαλλιά σου τα βάφεις, όμως τα γεράματα ποτέ δεν θα τα βάψεις,
    ούτε θα εξαφανίσεις από τα μάγουλά σου τις ρυτίδες.
    Μην πασαλείβεις λοιπόν όλο το πρόσωπό σου με ψιμύθιο,
    έτσι που να έχεις προσωπείο και όχι πρόσωπο.
    Ποιο το όφελος; Γιατί τρελάθηκες;
    Ποτέ το κοκκινάδι και το ψιμύθιο δεν θα κάνουν την Εκάβη Ελένη.
    Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek-language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία